Ο καθένας από εμάς γνωρίζει προσωπικά αρκετούς «Μιχάληδες». Πόσο βιώσιμο είναι για μια χώρα να τους εξοστρακίζει;
«Όσοι μείναμε στη χώρα αυτή μετά το ’09
Μεγαλώσαμε και γίναμε η χειρότερη γενιά
Ολόκληρη η Ευρώπη μάς θεωρεί πεινασμένους
Κι η Εστία στο πρωτοσέλιδό της ταπεινωμένους» – ΛΕΞ
Η ανθρώπινη φύση οδηγεί την κάθε παλιότερη γενιά στην άσκηση κριτικής έναντι όλων των νεότερων. Την κατακραυγή έναντι των «γιεγιέδων» και των «τεντιμπόιδων» στα 60s τη διαδέχθηκε ο χλευασμός των χίπηδων στα 70s, των καμικάζι-μηχανόβιων και χεβιμεταλλάδων των 80s και των ravers των 90s. Στις μέρες μας, η κριτική στη νεολαία εστιάζεται κυρίως στην (υποτιθέμενα ελλιπή της) εργατικότητα και την (μη-) όρεξή της για δουλειά και προκοπή, μεταξύ άλλων. Όμως, έχουμε ποτέ αναρωτηθεί πόθεν εκπηγάζουν όλα αυτά;
Αλλεπάλληλες διαψεύσεις
Ο «Μιχάλης»* γεννήθηκε το 2000. Οι πρώτες του «πολιτικές αναμνήσεις» είναι στα 8 του να ακούει τον πατέρα του να λέει (σχετικά αδιάφορα) πως κατέρρευσε η Lehman Brothers, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και στην τηλεόραση τον τότε υπουργό Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη να διαβεβαιώνει πως η ελληνική οικονομία είναι «θωρακισμένη» (sic) και δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση που αναφαινόταν στον ορίζοντα. Δύο χρόνια αργότερα, στα δέκα του, έζησε στο πετσί του αυτό που οι μεγάλοι ονόμαζαν «κρίση», βλέποντας τη μητέρα του να χάνει τη δουλειά της, ως απότοκο του κλεισίματος της εταιρείας στην οποία εργαζόταν. Στα 15 του, έφηβος πια και ελαφρώς πολιτικοποιημένος, αισθάνθηκε τις ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο να αναπτερώνονται ακούγοντας τον πρόεδρο ενός «ριζοσπαστικά αριστερού» κόμματος να κατακεραυνώνει τη Γερμανίδα καγκελάριο («Go back, madame Merkel»), να κατηγορεί για «προδοσία» και να χαρακτηρίζει «λιγότερο Έλληνες» (sic) τους πολιτικούς του αντιπάλους και να υπόσχεται την κατάργηση των επαίσχυντων μνημονίων «μ’ έναν νόμο και σ’ ένα άρθρο» (sic). Μόλις μήνες αργότερα, θα έβλεπε τον άνθρωπο που πίστεψε πως θα έφερνε την αλλαγή να αυτοεξευτελίζεται διεθνοποιώντας τον όρο «κωλοτούμπα» και εκλιπαρώντας αυτούς που κατηγορούσε για δήθεν αναλγησία, την «ευρωπαϊκή συντηρητική νομενκλατούρα» (sic) δηλαδή, να μην αφήσουν τη χώρα μας να πέσει στα βράχια.
Στα 19 του ο Μιχάλης «τσίμπησε» με την εξαγγελία δημιουργίας ενός «επιτελικού κράτους των αρίστων» (sic), που θα διόρθωνε όλες τις παθογένειες του νεοελληνικού κράτους με σύνεση, αξιοκρατία και σωφροσύνη. Πίστεψε πως, έπειτα από μια δεκαετή κρίση, είχε έρθει επιτέλους η ώρα η χώρα ν’ αλλάξει σελίδα και ταχύτητα, επιτρέποντας στους νέους της να ζήσουν στην πατρίδα τους εργαζόμενοι και αμειβόμενοι αξιοπρεπώς, σε συνθήκες αξιοκρατίας και δικαιοσύνης, αντί να τους εξωθεί στη μετανάστευση, όπως είχε ήδη συμβεί στον αγαπημένο ξάδερφο του Μιχάλη, αλλά και σε αρκετούς φίλους του.
Τέσσερα χρόνια αργότερα (και) αυτές οι προσδοκίες του Μιχάλη θα εξαϋλώνονταν με τον δραματικότερο δυνατό τρόπο στα συντρίμμια των Τεμπών, σαν το κορμί του κολλητού του και δεκάδων άλλων συνομηλίκων του κατά την επιστροφή τους (κατά τραγική ειρωνεία) από μια κατ’ εξοχήν γιορτή της χαράς της ζωής, το πατρινό καρναβάλι. Παιδιά που γίναν βορά στον παλαιοκομματισμό και το πελατειακό κράτος (τελικά των αχρήστων, αντί των αρίστων) και θύματα της διαχρονικής αβελτηρίας του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο όχι απλά αδυνατεί να υλοποιήσει μια διετή σύμβαση εμπρόθεσμα, αλλά δεν του αρκεί ούτε ολόκληρη δεκαετία, χάριν της υπερκοστολόγησης –υπέρ ημέτερων, φυσικά– που συνεπάγεται κάθε νέα αναβολή. Ενός κράτους που διορίζει σε θέσεις (κυριολεκτικά) κλειδί όχι τους ικανότερους, όπως υποσχέθηκε το 2004 (χρονιά «επανίδρυσης του κράτους») και το 2019 (βλ. άνωθεν), αλλά τους κομματικά πιστότερους, θέτοντας σε κίνδυνο (και τελικά θυσιάζοντας) τις ζωές αθώων θυμάτων, της αφρόκρεμας της κοινωνίας μας, των ίδιων μας των παιδιών.
Ο Χασάπης, ο Φραπές, ο Μάκης και η Φεράρι
Πιο πρόσφατα, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ απέδειξε στον Μιχάλη πως τίποτα δεν άλλαξε από την εποχή του Μαυρογιαλούρου, του Γκρούεζα και του Γκόρτσου, των ηρώων των αγαπημένων ταινιών των παππούδων του. Ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν να ενισχύσουν τίμιους κτηνοτρόφους κατέληγαν επί δεκαετίες στις τσέπες ανεπάγγελτων παραγοντίσκων, «συμβούλων» ΕΣΠΑ και «συντονιστών» ταμείων συνοχής και ανάπτυξης, που μοναδικό προσόν τους είχαν τις (κομματικές) γνωριμίες και τα κοσμικά ενσταντανέ τους με υπουργούς (ενίοτε και τον ίδιο τον πρωθυπουργό) και με μόνο αντικείμενο «εργασίας» τους τη διασπάθιση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων με τον αδιαφανέστερο δυνατό τρόπο.
Ο Μιχάλης απόρησε με το σαρδόνιο χαμόγελο του Μ. Βορίδη στην αναγγελία της μη παραπομπής του σε εξεταστική επιτροπή. Του θύμισε τον εαυτό του στα «νιάτα» του –μόλις λίγα χρόνια πριν–, όταν ανακουφιζόταν κάθε φορά που γλίτωνε από το να τον πιάσουν με σκονάκι σε διαγώνισμα στο σχολείο. Απόρησε που ολόκληρος υπουργός, αντί να επιδιώξει να παραπεμφθεί σε δίκη για να «καθαρίσει» το όνομά του από κάθε ίχνος σκιάς, επέχαιρε που απέφυγε την παραπομπή, σαν μαθητής που «έκλεψε» σε διαγώνισμα. «Έτσι θα έπρεπε να συμπεριφέρονται οι υπουργοί;» αναρωτήθηκε ο Μιχάλης.
Σεζόν ή ξενιτιά;
Φέτος ο Μιχάλης πήρε το πτυχίο του και δουλεύει «σεζόν» σ’ ένα νησί. Οι αποδοχές είναι καλές (χάρη στα φιλοδωρήματα αλλοδαπών τουριστών), αν και οι συνθήκες εργασίας όχι και τόσο. Εντούτοις, οι προοπτικές του Μιχάλη για το μέλλον είναι θολές. Η παρούσα εργασία του τελειώνει μαζί με τη (σύντομη) τουριστική σεζόν, στα τέλη Σεπτεμβρίου. Μετά ο Μιχάλης πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του. Να περιμένει να ξαναπιάσει την ίδια δουλειά τον Μάιο, λαμβάνοντας στο ενδιάμεσο επίδομα ανεργίας του φαίνεται κάπως αλλόκοτο: αυτός θα δουλεύει όταν οι υπόλοιποι απολαμβάνουν τις διακοπές τους και θα ξεκουράζεται όταν οι άλλοι δουλεύουν; Και ως πότε μπορεί να το κάνει αυτό;
Μπορεί, βέβαια, να βρει μια «κανονική» δουλειά πάνω στο αντικείμενο το οποίο σπούδασε. Όμως θα πρέπει να συνεχίσει να ζει στο παιδικό του δωμάτιο, μιας και οι αμοιβές που «παίζουν» στην αγορά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποστηρίξουν ένα νέο σπίτι, πολλώ δε μάλλον τη δημιουργία οικογένειας. Συνοψίζοντας, οι συνθήκες που επικρατούν στη χώρα δεν επιτρέπουν στον Μιχάλη και τους συνομήλικούς του να ονειρεύονται εν γένει.
Η τρίτη (και πιθανότερη) επιλογή του Μιχάλη είναι αυτή που τον φοβίζει περισσότερο: να τα μαζέψει και να πάει στο εξωτερικό, όπου μπορεί να βρει μια αξιοπρεπώς αμειβόμενη θέση εργασίας πάνω στο αντικείμενό του με προοπτικές εξέλιξης. Σε μια χώρα όπου θα μπορεί να κάνει όνειρα για μια καλύτερη ζωή και όπου το να προοδεύσεις δεν θα εξαρτάται από το ποιον, αλλά από το τι ξέρεις.
Μα εκείνο που τον καίει τον Μιχάλη είναι άλλο: αν, ακούγοντας τις σειρήνες της ξενιτιάς, την Κίρκη ενός καλύτερου αύριο και συνυπολογίζοντας τους εγχώριους, δικούς μας παλαιοκομματικούς Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, ενδώσει και φύγει στο εξωτερικό, θα καταφέρει ποτέ να ξανασμίξει με το κορίτσι του, την Πηνελόπη, εδώ στην «Ιθάκη» του; Βλέπετε, η Πηνελόπη του Μιχάλη, ανήκοντας και αυτή στη «χειρότερη γενιά», δεν ξέρει να υφαίνει.
Δίκην Επιλόγου:
«Μικρούς όλους μάς τάισαν τα φρούτα του διαβόλου
Μετά μας αφήσαν να πνιγούμε στα βαθιά
Και φυσικά γίναμε η χειρότερη γενιά» – ΛΕΞ
* Παρότι πρόσωπο φανταστικό, ο καθένας από εμάς γνωρίζει προσωπικά αρκετούς «Μιχάληδες». Πόσο βιώσιμο είναι για μια χώρα να τους εξοστρακίζει;
Πηγή: athensvoice.gr